collogen

collogen
коллаген

Ecology English-Kazakh dictionary. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • collogen — variant of collagen * * * collogen see collagen …   Useful english dictionary

  • κολλαγόνος — και κολλογόνος, ο, θηλ. και α 1. αυτός που παράγει ή περιέχει κολλώδη ύλη 2. το ουδ. ως ουσ. το κολλαγόνο (βιοχ.) πρωτεΐνη η οποία αποτελεί συστατικό τών λευκωπών, μάλλον μη ελαστικών, ινών μεγάλης εκτατικής αντοχής, που βρίσκονται στους τένοντες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”